- βλεπόμενα
- видимое
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
βλεπόμενα — βλέπω see pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλεπομένας — βλεπομένᾱς , βλέπω see pres part mp fem acc pl βλεπομένᾱς , βλέπω see pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλάσσω — και παραπλάττω ΜΑ μετασχηματίζω, μεταμορφώνω («ὁποῑα πολλὰ νὺξ παραπλάττειν θέλει», Πρόδρ.) αρχ. μέσ. παραπλάττομαι προσαρτώ, εξαρτώ («παραπλάσασθαι τῇ τοῡ γεννηθέντος ὥρα τὰ κατ οὐρανὸν βλεπόμενα», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πλάσσω… … Dictionary of Greek